- δεπαστραῖος
- δεπαστραῖος, α, ον,A in or of a cup, Lyc.489.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεπαστραίος — δεπαστραῑος, α, ον (Α) [δέπαστρον] όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δέπαστρο … Dictionary of Greek
δεπαστραίων — δεπαστραῖος in fem gen pl δεπαστραῖος in masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)